υπαντώ — ὑπαντῶ, άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῡς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ) μσν. αρχ. βρίσκω τυχαία, συναντώ αρχ. 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι 2. αποκρίνομαι … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρυπαντώ — άω, Α [υπαντώ] συναντώ, ανταμώνω κάποιον … Dictionary of Greek
προσυπαντώ — άω, ΜΑ 1. συναντώ κάποιον ακόμη 2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»] … Dictionary of Greek
προϋπαντώ — άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [ὑπαντῶ / απαντώ] πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τόν υποδέχομαι (α. «πάμε να τόν προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος) … Dictionary of Greek
υπάντη — ή ὑπαντή, ἡ, ΜΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση («προποδίσαι εἰς ὑπαντήν», Ευστ.) … Dictionary of Greek
υπάντηση — η / ὑπάντησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση αρχ. 1. απάντηση, απόκριση («πρόχειρος δ ἐστὶ καὶ πρὸς τοῡτο ὑπάντησις», Σέξτ. Εμπ.) 2. αστρολ. συνάντηση ουράνιων σωμάτων … Dictionary of Greek
υπάντομαι — Α βλ. υπαντώ … Dictionary of Greek
υπαντήτωρ — ορος, ὁ, Α ουράνιο σώμα που συναντά κατά τη διαδρομή του έναν σημαντικό αστερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαντῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek