ὑπαντῶ

ὑπαντῶ
ὑ̱παντῶ , ὑπαντάω
come
imperf ind mp 2nd sg
ὑπαντάω
come
pres imperat mp 2nd sg
ὑπαντάω
come
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπαντάω
come
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπαντάω
come
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπαντάω
come
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπᾱντῶ , ὑπαντάω
come
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ὑπαντάω
come
pres imperat mp 2nd sg
ὑπαντάω
come
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπαντάω
come
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ὑπαντάω
come
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπαντάω
come
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ὑπαντάω
come
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ὑπαντάω
come
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπαντώ — ὑπαντῶ, άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῡς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ) μσν. αρχ. βρίσκω τυχαία, συναντώ αρχ. 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι 2. αποκρίνομαι …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παρυπαντώ — άω, Α [υπαντώ] συναντώ, ανταμώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προσυπαντώ — άω, ΜΑ 1. συναντώ κάποιον ακόμη 2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπαντώ — άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [ὑπαντῶ / απαντώ] πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τόν υποδέχομαι (α. «πάμε να τόν προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος) …   Dictionary of Greek

  • υπάντη — ή ὑπαντή, ἡ, ΜΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση («προποδίσαι εἰς ὑπαντήν», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • υπάντηση — η / ὑπάντησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπαντῶ] προϋπάντηση, συνάντηση αρχ. 1. απάντηση, απόκριση («πρόχειρος δ ἐστὶ καὶ πρὸς τοῡτο ὑπάντησις», Σέξτ. Εμπ.) 2. αστρολ. συνάντηση ουράνιων σωμάτων …   Dictionary of Greek

  • υπάντομαι — Α βλ. υπαντώ …   Dictionary of Greek

  • υπαντήτωρ — ορος, ὁ, Α ουράνιο σώμα που συναντά κατά τη διαδρομή του έναν σημαντικό αστερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαντῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”